εκνευρισμός
[eknevrizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nervositätθηλυκό | Femininum, weiblich fεκνευρισμόςAufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκνευρισμόςεκνευρισμός