„εκμισθώνω“: μεταβατικό ρήμα εκμισθώνω [ekmisˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verpachten, vermieten verpachten, vermieten εκμισθώνω εκμισθώνω