εκμεταλλεύομαι
[ekmetaˈlevome]αποθετικό ρήμα | Deponens depOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausnutzenεκμεταλλεύομαι άνθρωπο, καλοσύνη, χρόνοεκμεταλλεύομαι άνθρωπο, καλοσύνη, χρόνο
- benutzenεκμεταλλεύομαι άνθρωποεκμεταλλεύομαι άνθρωπο
- wahrnehmen, ergreifenεκμεταλλεύομαι ευκαιρίαεκμεταλλεύομαι ευκαιρία
- nutzenεκμεταλλεύομαι κ. ορυκτό πλούτοεκμεταλλεύομαι κ. ορυκτό πλούτο
- ausbeuten, missbrauchenεκμεταλλεύομαι επωφελούμαιεκμεταλλεύομαι επωφελούμαι