„εκμίσθωση“: θηλυκό εκμίσθωση [ekˈmisθosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verpachtung Verpachtungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκμίσθωση εκμίσθωση