„εκγερμανίζω“: μεταβατικό ρήμα εκγερμανίζω [ekjermaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eindeutschen eindeutschen εκγερμανίζω εκγερμανίζω