„εκβλαστάνω“: αμετάβατο ρήμα εκβλαστάνω [ekvlasˈtano]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) treiben (Blüten) treiben εκβλαστάνω εκβλαστάνω