„ειρηνοδίκης“: αρσενικό ειρηνοδίκης [irinoˈðikjis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Amtsrichter Amtsrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ειρηνοδίκης ειρηνοδίκης