εικασία
[ikaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vermutungθηλυκό | Femininum, weiblich fεικασίαSpekulationθηλυκό | Femininum, weiblich fεικασίαεικασία
- Rätselratenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεικασία γρίφοιεικασία γρίφοι