„εθνικιστικός“ εθνικιστικός [eθnikjistiˈkos], εθνικιστική, εθνικιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nationalistisch nationalistisch εθνικιστικός εθνικιστικός