„εθιμοτυπία“: θηλυκό εθιμοτυπία [eθimotiˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zeremoniell Zeremoniellουδέτερο | Neutrum, sächlich n εθιμοτυπία εθιμοτυπία