„εθελοντής“: αρσενικό εθελοντής [eθelonˈdis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Freiwilliger Freiwilligerαρσενικό | Maskulinum, männlich m εθελοντής εθελοντής examples εθελοντής σε πείραμα Testpersonθηλυκό | Femininum, weiblich f εθελοντής σε πείραμα