„εγχείρημα“: ουδέτερο εγχείρημα [eŋˈçirima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unternehmung Unternehmungθηλυκό | Femininum, weiblich f εγχείρημα εγχείρημα