„εγκρατής“ εγκρατής [eŋgraˈtis], εγκρατής, εγκρατέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) enthaltsam, abstinent enthaltsam, abstinent εγκρατής εγκρατής