εγκατεστημένος
[eŋgatestiˈmenos], εγκατεστημένη, εγκατεστημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- installiertεγκατεστημένοςεγκατεστημένος
- ansässigεγκατεστημένος άνθρωποςεγκατεστημένος άνθρωπος