εγκαθιστώ
[eŋgaθisˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- installierenεγκαθιστώ μηχάνημαεγκαθιστώ μηχάνημα
- einsetzen, einstellenεγκαθιστώ διορίζωεγκαθιστώ διορίζω
- unterbringenεγκαθιστώ σε κατοικίαεγκαθιστώ σε κατοικία
- ansiedelnεγκαθιστώ σε τόποεγκαθιστώ σε τόπο