„εγερτήριο“: ουδέτερο εγερτήριο [ejerˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Weckruf Weckrufαρσενικό | Maskulinum, männlich m εγερτήριο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ εγερτήριο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ