„δότης“: αρσενικό δότης [ˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, δότρια [ˈðotria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spender (Blut-, Organ-)Spenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f δότης δότης