„δόλιος“ δόλιος [ˈðolios], δόλια, δόλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hinterlistig, arglistig, hinterhältig hinterlistig, arglistig, hinterhältig δόλιος πονηρός δόλιος πονηρός examples με δόλια μέσα unter Vorspieg(e)lung falscher Tatsachen με δόλια μέσα
„δόλιος“ δόλιος [ˈðoʎos], δόλια, δόλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) arm, ärmste, unglücklich arm, ärmste, unglücklich δόλιος κακότυχος δόλιος κακότυχος