„δωσιδικία“: θηλυκό δωσιδικία [ðosiðiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gerichtsbarkeit Gerichtsbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f δωσιδικία δωσιδικία