„δωροδοκώ“: μεταβατικό ρήμα δωροδοκώ [ðoroðoˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bestechen bestechen δωροδοκώ δωροδοκώ