δυτικός
[ðitiˈkos], δυτική, δυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- (στα) δυτικάwestlich (γενική | Genitivgen von)
- Δυτική Ευρώπηθηλυκό | Femininum, weiblich fWesteuropaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- Δυτική Ακτήθηλυκό | Femininum, weiblich fWestküsteθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples