„δυσφημίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα δυσφημίζομαι [ðisfiˈmizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in Verruf kommen in Verruf kommen δυσφημίζομαι δυσφημίζομαι