δυσκολοπρόφερτος
[ðiskoloˈprofertos], δυσκολοπρόφερτη, δυσκολοπρόφερτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwer aussprechbarδυσκολοπρόφερτοςδυσκολοπρόφερτος
Thank you for your feedback!