δυσκολοπούλητος
[ðiskoloˈpulitos], δυσκολοπούλητη, δυσκολοπούλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unverkäuflichδυσκολοπούλητοςδυσκολοπούλητος
Thank you for your feedback!