„δυσαναλογία“: θηλυκό δυσαναλογία [ðisanaloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Missverhältnis Missverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n δυσαναλογία δυσαναλογία