„δυναμωτικό“: ουδέτερο δυναμωτικό [ðinamotiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stärkungsmittel Stärkungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n δυναμωτικό δυναμωτικό