„δρω“: αμετάβατο ρήμα δρω [ðro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ας> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) handeln, agieren, wirken handeln, agieren δρω ενεργώ δρω ενεργώ wirken δρω φάρμακο δρω φάρμακο