δροσιά
[ðroˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Frischeθηλυκό | Femininum, weiblich fδροσιά φρεσκάδαδροσιά φρεσκάδα
- Erfrischungθηλυκό | Femininum, weiblich fδροσιά δρόσισμαAbkühlungθηλυκό | Femininum, weiblich fδροσιά δρόσισμαδροσιά δρόσισμα
- Kühleθηλυκό | Femininum, weiblich fδροσιά ψύχραδροσιά ψύχρα
- Tauαρσενικό | Maskulinum, männlich mδροσιά δροσοπάχνηδροσιά δροσοπάχνη
examples
- κάνει δροσιάes ist kühl