„δραστήριος“ δραστήριος [ðrasˈtirios], δραστήρια, δραστήριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aktiv, tatkräftig aktiv, tatkräftig δραστήριος δραστήριος examples δραστήριος άντραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Macherαρσενικό | Maskulinum, männlich m δραστήριος άντραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m