„δολιοφθορά“: θηλυκό δολιοφθορά [ðoliofθoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sabotageakt Sabotageaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m δολιοφθορά δολιοφθορά