διώκω
[ðiˈoko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vertreibenδιώκωδιώκω
- verfolgenδιώκω νομικός όρος | Rechtswesenνομδιώκω νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- belangenδιώκω νομικός όρος | Rechtswesenνομ δικαστικώςδιώκω νομικός όρος | Rechtswesenνομ δικαστικώς