„διώκτης“: αρσενικό διώκτης [ðiˈoktis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, διώκτρια [ðiˈoktria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verfolger Verfolgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f διώκτης διώκτης