διυλιστήριο
[ðiilisˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Raffinerieθηλυκό | Femininum, weiblich fδιυλιστήριοδιυλιστήριο
examples
- διυλιστήριο πετρελαίουErdölraffinerieθηλυκό | Femininum, weiblich f