διορατικός
[ðioratiˈkos], διορατική, διορατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hellsichtig, weitsichtig, scharfsinnigδιορατικόςδιορατικός
Thank you for your feedback!