διοικήτρια
[ðiiˈkjitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verwalterinθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοικήτριαδιοικήτρια
- Leiterinθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοικήτρια διεθύντριαδιοικήτρια διεθύντρια
- Kommandantinθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοικήτρια στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδιοικήτρια στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
- διοικήτρια επαρχίαςLandrätinθηλυκό | Femininum, weiblich f