„δικηγορία“: θηλυκό δικηγορία [ðikjiɣoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anwaltschaft Anwaltschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f δικηγορία δικηγορία