„διευρύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διευρύνομαι [ðieˈvrinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich erweitern, sich weiten sich erweitern διευρύνομαι διευρύνομαι sich weiten διευρύνομαι ορίζοντας διευρύνομαι ορίζοντας