„διερμηνεία“: θηλυκό διερμηνεία [ðiermiˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dolmetschen Dolmetschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διερμηνεία διερμηνεία