„διεξέρχομαι“: μεταβατικό ρήμα διεξέρχομαι [ðieˈkserxome]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) durcharbeiten durcharbeiten διεξέρχομαι διεξέρχομαι