διεγερτικός
[ðiejertiˈkos], διεγερτική, διεγερτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufputschend, anregendδιεγερτικόςδιεγερτικός
examples
- διεγερτικό φάρμακοουδέτερο | Neutrum, sächlich nAufputschmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n