„διαχωριστικό“: ουδέτερο διαχωριστικό [ðiaxoristiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trennblatt Trennblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαχωριστικό διαχωριστικό