„διαφεύγω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα διαφεύγω [ðiaˈfevɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entkommen, entfliehen, fliehen, entfallen, entgehen entgehen entkommen, entfliehen διαφεύγω ξεφεύγω διαφεύγω ξεφεύγω fliehen διαφεύγω δραπετεύω διαφεύγω δραπετεύω entfallen διαφεύγω όνομα διαφεύγω όνομα entgehen διαφεύγω λεπτομέρεια διαφεύγω λεπτομέρεια entgehen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat) διαφεύγω κίνδυνο διαφεύγω κίνδυνο examples μου διέφυγε das ist mir entgangen μου διέφυγε