διαφήμιση
[ðiaˈfimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Werbungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφήμιση κ. τομέαςδιαφήμιση κ. τομέας
- (Werbe)Spotαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαφήμιση στην τηλεόρασηδιαφήμιση στην τηλεόραση
- (Werbe-)Anzeigeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφήμιση σε έντυποδιαφήμιση σε έντυπο
examples
- διαφημίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl κινηματογράφουKinowerbungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαφήμιση βιτρίναςSchaufensterreklameθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαφήμιση νέονNeonreklameθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples