„διατυμπανίζω“: μεταβατικό ρήμα διατυμπανίζω [ðiatimbaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausposaunen ausposaunen διατυμπανίζω διατυμπανίζω