διατριβή
[ðiatriˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατριβήδιατριβή
examples
- διδακτορική διατριβήDissertationθηλυκό | Femininum, weiblich f