διατίθεμαι
[ðiaˈtiθeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διατίθεμαι
- erhältlich seinδιατίθεμαι προσφέρομαι προς πώλησηδιατίθεμαι προσφέρομαι προς πώληση