διασυνοριακός
[ðiasinoriaˈkos], διασυνοριακή, διασυνοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- διασυνοριακός ποταμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGrenzflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m