διαστολή
[ðiastoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαστολήδιαστολή
- Ausdehnungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαστολή φυσδιαστολή φυσ