„διασταυρώνω“: μεταβατικό ρήμα διασταυρώνω [ðiastaˈvrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kreuzen kreuzen διασταυρώνω βοτανική | Botanikβοτ διασταυρώνω βοτανική | Botanikβοτ