διαστέλλω
[ðiaˈstelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unterscheidenδιαστέλλω διακρίνωδιαστέλλω διακρίνω
- ausdehnenδιαστέλλω αυξάνω τις διαστάσεις, κ. φυσδιαστέλλω αυξάνω τις διαστάσεις, κ. φυσ